φωτοπεριοδικότητα

φωτοπεριοδικότητα
η, και φωτοπεριοδισμός, ο, Ν
βιολ. η αντίδραση τών ζωντανών οργανισμών στις εναλλαγές τών περιόδων φωτός και σκότους και, συγκεκριμένα, η λειτουργική ή συμπεριφορική απόκριση ενός οργανισμού στις μεταβολές τής διάρκειας τών ημερήσιων, εποχικών ή ετήσιων περιόδων τού φωτός και τού σκότους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photoperiodism].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”